22 Οκτ 2010

Λογοκρίθηκε _Μέρος 1ο

(Ε, δεν άντεξα...βρέθηκε η αφορμή - ένα χρόνο μετά - να ενεργοποιήσω το μπλογκ)

Όχι ότι μου έφταιγε η αδερφή μου και μόνο, αλλά μια κουβέντα της ήταν αρκετή για να γίνει η έκρηξη!

Πετάχτηκα από το αμάξι και άρχισα να βαράω τις λαμαρίνες. Πού τα είχα κρυμμένα τόσα νεύρα δε ξέρω. Εξαφανίστηκα αμέσως με τη φίλη μου την Α που ήταν μπροστά εκείνη τη στιγμή και πήγαμε μια βόλτα να ηρεμήσω. Η ίδια γνωρίζοντας την κατάσταση τηλεφώνησε σε ένα φίλο της μετρ ξενοδοχείου στο νησί Μ. «Δε χρειάζομαι άτομα, ρώτησε όμως τον Γ που είναι στο νησί Κ, νομίζω ότι θέλει» Ο Γ όντως ήθελε «Ναι χρειάζομαι ένα άτομο και θέλω να είναι εδώ αύριο». Σημειώνω το τηλέφωνο του Γ, μπαίνω στο πρώτο τουριστικό γραφείο που βλέπω μπροστά μου και βγάζω εισιτήριο. Το επόμενο πρωί περούσα για την Κ. Αυγουστιάτικα. Προσγειώνομαι και τηλεφωνώ στον Γ. «Πάρε ένα ταξί και πες του να σε φέρει στο hotel τάδε. Ζήτα από τη ρεσεψιόν να μιλήσεις με τη Ρ» γκρονγκ. Ιδέα δεν έχω που πάω.
25χλμ από το αεροδρόμιο και μια καλή ταρίφα.

Μπαίνω στο χοτέλ και ακολουθώ τις οδηγίες του Β. Εμφανίζεται η Ρ και με οδηγεί στο δωμάτιό μου. Εκεί στα χαμηλά πατώματα. Στα πεταμένα δωμάτια του προσωπικού. Το ψυγείο χαλασμένο, το μπάνιο της κακιάς ώρας, δυο κρεβάτια σε άθλια κατάσταση… Τι τα θες; Έπρεπε να φύγω, να βρεθώ κάπου αλλού οπουδήποτε, να σκεφτώ, να πάρω μια απόφαση που την ανέβαλα καιρό τώρα. Και να’μαι. Μόλις είχα επιστρέψει από το X. Εκεί δούλευα σαν Operations Manager στο XXX. Εδώ ακόμα δε ξέρω τι θα κάνω. Και λίγο με νοιάζει. «Κράτησε το κλειδί σου, σε λίγο θα έρθει και η συγκάτοικός σου» είπε η Ρ και έφυγε. Ωραία. Από το παράθυρο έβλεπα γκαζόν. Δηλαδή όχι ακριβώς, άκουγα το μπεκ στο κήπο και έβλεπα το νερό σε κάθε στροφή να χτυπάει το υπόγειο παράθυρό μου και το νερό να μπαίνει μέσα. Ωραιότατα. Σκέψη πρώτη: Πρέπει να βρω χλωρίνη. Σκέψη δεύτερη: Πρέπει να βρω τον Γ. Του τηλεφωνώ. «Πάρε με ξανά κατά τις 5» Μπαίνει η συγκάτοικος. Βοηθός βοηθού του βοηθού και παραβοηθός του μάγειρα. 22 ετών έβγαλε μια σχολή μαγείρων. «Με λένε Σ και είμαι ακόμα παρθένα» Εγώ τώρα τι να πω; πως με λένε Τ κι από πίσω μπαίνουν τρένα; Άσε, ας μη τη τρομάξω την έρμη. Σκέψη τρίτη: Τηλεόραση; Σκέψη τέταρτη: Internet; (ναι, εδώ γελάμε)

Βρίσκω τον Γ στις 11 το βράδυ. 800 άτομα παίρνανε καθημερινά πρωινό. Εγώ θα είχα το καροτσάκι και θα μάζευα πιάτα ποτήρια από τα τραπέζια και θα τα πήγαινα στη κουζίνα. Τέλος. Που τρώει το προσωπικό; Νηστική έμεινα. Που θα βρω καφέ και τα σχετικά να έχω στο δωμάτιο; Κανείς δε μου έδειξε. Που είναι το εστιατόριο; Που είναι η κουζίνα; Ρωτώντας πας στην πόλη, σκέφτηκα. Και έτσι πήγα.

Το πρωί. Τρεις Αλβανοί, μια Ρουμάνα, τρεις Έλληνες, ένας σου μετρ (ο Φ) και εγώ η τελευταία τρύπα, με το καροτσάκι μου και το πορτοκαλί μπλουζάκι που μου δώσανε για στολή. Δουλειά από το πρωί και για 6 ώρες. Μια ώρα ανάπαυση και μετά άλλο ένα 4ωρο το βράδυ. Ρεπό ούτε στον ύπνο μου.

Χλωρίνη βρήκα λίγες μέρες μετά. Μου έφερε ο Φ που είχε φύγει με άδεια για 2 μέρες. Η συγκάτοικος Σ γύριζε από τη κουζίνα και έπεφτε ξερή στο κρεβάτι χωρίς καν να βγάλει τη ποδιά της. Οι κουζινίλα αναδυόταν στο δωμάτιο του δευτερότριτου υπογείου. Την παρακάλαγα να κάνει μπάνιο, να βγάζει και τη βρωμοποδιά της… Η βαλίτσα μου παρέμενε κλειστή. Λίγες μέρες μετά μου ανακοινώνουν ότι πρέπει να ανοίξω βιβλιάριο για τις πληρωμές. Και πως δηλαδή θα φτάσω στην πόλη; Με τα πολλά την επομένη κανονίζει ο Γ να με κατεβάσει να κάνει κι αυτός τις δουλειές του. Μου δώσανε και μισό ρεπό. Τον συναντάω το πρωί στο πάρκινγκ, «Το μαγιό σου το πήρες;» Μαγιό; Οκ, τσιμπάω το μαγιό μου και ξεκινάμε. Μετά τα τραπεζικά κάνουμε στάση για μπάνιο. Μια χαρά. Ευτυχώς ο Γ (ο προϊστάμενός μου ντε) διαθέτει χιούμορ.

Η Σ πεταγόταν τα βράδια στον ύπνο της και φώναζε «Μας βιάζουν μας βιάζουν!» έλεος. «Κάποιος άνοιξε τη πόρτα και ήθελε πρώτα να βιάσει εσένα και μετά εμένα», δε μιλάω. Ένα πρωί την είδα μπροστά στο καθρέφτη. Ξυριζόταν. Στο πρόσωπο. Ο Γ μου ξαναπρότεινε μπανάκι. Ωραία. Πάλι καλά, θα δω και τον έξω κόσμο! Η Σ συνέχιζε να τρώει φρίκες. Μίλησα στον Γ. Του είπα ότι θα παραιτηθώ. Δεν άντεχα άλλο στο δωμάτιο. Ο Γ δεν ήθελε να φύγω (ήμουνα και καλό παρεάκι).

Μου αλλάζουν δωμάτιο। Πάντα στο ίδιο υπόγειο। Μόνη μου αυτή τη φορά Χαλασμένο ψυγείο, κρεβάτι τις κακιάς ώρας, χλωρίνη και τα γνωστά. Πάνω από το κρεβάτι κρεμόταν ένα σχοινί. Ο προηγούμενος άπλωνε τα ρούχα. Το έβγαλα…μη μου μπαίνουνε και ιδέες. συνεχίζεται…